Δεν ημπορεί τα μάτια να λένε απλά , το έμορφο και ταπεινά να το αρμέγουνε.
«Να το ειπώ το τραγούδι μας, όταν εσύ κατέβεις » λένε τα μάτια σαν ένα .
Λαβαίνουν τα μάτια τους κρυσταλλένιους ήχους , μεσ ’τη δυσχέρεια που ξεμακραίνει και εκτοπίζει.
Άξια τα μάτια για το αλλιώτικο
-«στρέβλωση» του τυποποιημένου.
Και συντελούν εντελώς
τους ζωντανούς ήχους της κυριότητας τους,
σαν σίφουνας ,καθώς περνάνε
το σύνορο της αρχής.
Εν μέρει οικτρή η οντολογία
τούτης της πρωτόγονης
μουσικής. Δεν σπουδάζεται!
Τ’ αφεντικά την ονομάζουν ωμότητα.
«Τι πλανώνται » ως προς την κύρια ντιρεκτίβα του λάρυγγα;
Προχειρογράφοι των μυστικών μυστηρίων των ανεκτίμητων.
Έλεγα το φυσικό ν’ ανθίσει!
Δοκιμάζω τα χειρότερα για να
ειπεί το ένα των ματιών
το τραγούδι μας. Συνεπαρμένος τελευταία από το ζωντανό
το αναγγέλλω,
το αντικρίζω. Ο εσταυρωμένος.
Και το λέω συλλαβιστά από φόβο
μη μου ξεφύγει απ’ το συλλογισμό.
Το θέαμα του με σαφήνεια
με ζωγραφίζει,
καταπρόσωπα.
Πρέπει να φεύγουμε ανυποψίαστα.
Γιατί μας έδωσαν τα μάτια
σαν ένα ,λόγο: θανάτου.
Πριν από 3 χρόνια